- ομ(ο)-
- [ΑΜ ὁμ(ο)-]α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο-βλαστώ, ομο-βροντία, ομό-δουπος, ομό-ζευκτος, ομο-θαμνώ)β) το δηλούμενο από το β' συνθετικό είναι ίδιο με κάτι άλλο (πρβλ. ομο-γέρων, ομόγλωσσος, ομό-δημος, ομο-εθνής, ομό-ηχος). Τέλος, υπάρχει ένας αριθμός συνθέτων που είναι αντιδάνειοι επιστημον. όροι (πρβλ. ομο-γαμία < αγγλ. homo-gamy, ομόθερμος < αγγλ. homo-thermous).Σύνθ. με α' συνθετικό ομ(ο)-: όμαιμος, ομήγυρη(-ις), ομήλικος, ομήλιξ, ομογάλακτος, ομόγαμος, ομογάστριος, ομογενής, ομόγλωσσος, ομόγνωμος, ομογνώμων, ομόγονος, ομόγραφος, ομόδειπνος, ομοδίαιτος, ομόδοξος, ομόδουλος, ομόδρομος, ομοδύναμος, ομοεθνής, ομοειδής, ομόζυγος, ομόηχος, ομόθρησκος, ομόθρονος, ομόθυμος, ομόκεντρος, ομόλογος, ομομήτριος, ομοούσιος, ομοπάτριος, ομόπιστος, ομόπλους, ομόπτερος, όμορος, ομόρρους, ομόρρυθμος, ομόσιτος, ομόσκηνος, ομόσπονδος, ομόσπορος, ομόστεγος, ομοταγής, ομοταχής, ομοτελής, ομότεχνος, ομότιμος, ομότοιχος, ομότονος, ομοτράπεζος, ομότροπος, ομότροφος, ομότυπος, ομόφρων, ομοφυής, ομόφυλος, ομόφωνος, ομόχρονος, ομόχρους, ομόχρωμος, ομόχωρος, ομόψηφος, ομόψυχος, ομώνυμοςαρχ.ομάδελφος, ομαίμων, ομαίχμη, όμαιχμος, ομάκοοι, όμασπις, όμαστος, ομαύλαξ, όμαυλος (Ι), όμαυλος (ΙΙ), ομέθνιος, ομέστιος, όμευνος, ομέψιος, ομηγενής, ομηγερής, ομήγοροι, ομηλυσία, ομήρης, ομόβιος, ομοβλαστής, ομοβούλιος, ομοβουλώ, ομοβώμιος, ομόγαμβροι, ομογάστωρ, ομογενέτωρ, ομογέρων, ομογνήσιος, ομόγνητος, ομόγραμμος, ομοδαίμων, ομοδέμνιος, ομόδημος, ομόδιφρος, ομοδογματώ, ομοδόρπιος, ομόδουπος, ομόεδρος, ομόεργος, ομοερκής, ομοέτης, ομόζευκτος, ομόζηλος, ομοζυγής, ομόζωνος, ομόζωος, ομοθάλαμος, ομοθαμνώ, ομόθεσμος, ομόθηλος, ομόθηρος, ομόθριξ, ομόθρους, ομόκαπνος, ομόκαπος, ομοκαρπώ, ομοκατάληκτος, ομοκάτοικος, ομοκέλευθος, ομοκίνητος, ομόκληρος, ομόκλητος, ομοκλινής, ομόκλινος, ομοκοίλιος, ομόκοιτος, ομόκραιρος, ομοκτηματικός, ομόκτιστος, ομόκτιτος, ομόκτυπος, ομοκωμήτης, ομολείτωρ, ομόλεκτρος, ομολεξία, ομολεχής, ομόλεχος, ομομαθής, ομομαστιγίας, ομομάτηρ, ομομήτωρ, ομόναος, ομόνεκρος, ομόνομος (Ι), ομόνομος (ΙΙ), ομόνους, ομόνυμφος, ομόοικος, ομόπαγος, ομοπαθής, ομοπαίκτωρ, ομόπαις, ομόπατρος, ομοπάτωρ, ομόπεδος, ομόπλεκτος, ομοπληθής, ομόπλοκος, ομοπλωτήρ, ομοποιός, ομόπολις, ομοπολιτεία, ομοπολίτης, ομόπολος, ομοπόρευτος, ομοπράγμων, ομοπραγώ, ομορρευστώ, ομόρρητος, ομόρριζος, ομορροή, ομόρροθος, ομόρροπος, ομόσεπτος, ομοσθενής, ομοσίπυος, ομόσκευος, ομόσκοτος, ομόσπλαγχνος, ομόσσυτος, ομοστιβής, ομόστιξ, ομοστιχής, ομοστιχώ, ομόστοιχος, ομόστολος (Ι), ομόστοργος, ομοσύγγονος, ομοσύζυξ, ομοσύμφωνος, ομόσφυρος (Ι), ομόσφυρος (ΙΙ), ομοσχήμων, ομόσχολος, ομοτάλαντος, ομόταφος, ομόταχος, ομοτεγής, ομοτέρμων, ομότηθος, ομότιτθος, ομότοξος, ομοτρεχής, ομότρητος, ομοτριβώ, ομότριχος, ομοτροχώ, ομοτύραννος, ομόυλος, ομουργός, ομοφεγγής, ομόφθογγος, ομοφλεγής, ομόφλεκτος, ομόφοιτος, ομοφραδής, ομοφράδμων, ομόφυτος, ομόφωκτος, ομόφωτος, ομοχοίνιξ, ομόχορος, ομοχρώματος, ομόχρως, ομοχωρώ, ομώροφοςαρχ.-μσν.ομέμπορος, όμηλυς, ομοάγαθος, ομόγνιος, ομοεργής, ομόζυξ, ομοήθης, ομόθεος, ομοπλεκής, ομόρρειθρος, ομόστολος (II)μσν.ομεστίασις, ομόαρχος, ομοβασίλειος, ομόβουλος, ομογράμματος, ομογραφώ, ομόδαις, ομοδέσποτος, ομοδίαιτα, ομοεγκλίτως, ομοεργός, ομοθελής, ομοθέλητος, ομοκάρδιος, ομόκηνσος, ομοκλεής, ομόκρηνος, ομολαλητός, ομόπατρις, ομόπλαστος, ομόπνους, ομοπροσκύνητος, ομοπρόσωπος, ομόσαρκος, ομόσημος, ομοστεφής, ομόστεφος, ομοστράτηγος, ομόσχημος, ομόσωμος, ομότεχνης, ομότυχος, ομοϋπόστατος, ομοφιλία, ομοχριστιανοί, ομόχριστοςνεοελλ.οματομικός, οματροπίνη, ομοαξονικός, ομοβλαστικός, ομοβροντία, ομογαμετικός, ομογαμία, ομοδεσμικός, ομόδικος, ομόδυνος, ομοεστιακός, ομοζυγώτης, ομοθαλλισμός, ομόθερμος, ομοθεσία, ομοθετικός, ομοϊδεάτης, ομόκερκος, ομοκυκλικός, ομολεκιθικός, ομοπέταλος, ομόπλευρος, ομοπλοΐα, ομόπτωτος, ομοσεισμικός, ομόστυλος, ομοταξία, ομότιτλος, ομοχειρία.
Dictionary of Greek. 2013.